- τοσουλάκι
- το столечко;
§ τό τοσουλάκι το κάνει τόσο — он делает из мухи слона
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τό τοσουλάκι το κάνει τόσο — он делает из мухи слона
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τοσουλάκης, ο, -άκι — το (θηλ. δεν έχει) 1. τόσο πολύ μικρός, τόσος δα: Ο γιος του ήταν τοσουλάκης. 2. το ουδ. ως ουσ., τοσουλάκι, το κάτι το ελάχιστο, το πολύ μικρό: Το τοσουλάκι το κάνει τόσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοσουλάκης — ουδ. τοσουλάκι Ν [τοσούλης] (δεικτ. αντ.) 1. τόσο μικρός 2. τόσο λίγος 3. τόσο κοντός … Dictionary of Greek