τοσουλάκι

τοσουλάκι
το столечко;

§ τό τοσουλάκι το κάνει τόσο — он делает из мухи слона


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τοσουλάκι" в других словарях:

  • τοσουλάκης, ο, -άκι — το (θηλ. δεν έχει) 1. τόσο πολύ μικρός, τόσος δα: Ο γιος του ήταν τοσουλάκης. 2. το ουδ. ως ουσ., τοσουλάκι, το κάτι το ελάχιστο, το πολύ μικρό: Το τοσουλάκι το κάνει τόσο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοσουλάκης — ουδ. τοσουλάκι Ν [τοσούλης] (δεικτ. αντ.) 1. τόσο μικρός 2. τόσο λίγος 3. τόσο κοντός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»